προγάμιος

προγάμιος
-α, -ο / προγάμιος, -ον, ΝΜ [πρόγαμος]
προγαμιαίος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προγάμια
(ενν. ἱερά) θρησκευτικές τελετές με θυσίες που τελούνταν πριν από τον γάμο και ήταν αφιερωμένες στους θεούς προστάτες τού γάμου και κατά τις οποίες η νύφη έκοβε και προσέφερε ως απαρχή πλοκάμους τών μαλλιών της, αλλ. προτέλεια*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προγάμιον — προγάμιος sacrifice before marriage masc/fem acc sg προγάμιος sacrifice before marriage neut nom/voc/acc sg προγαμέω live with imperf ind act 3rd pl (doric) προγαμέω live with imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγάμια — προγάμιος sacrifice before marriage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόγαμος — η, ο / πρόγαμος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. προγαμιαίος, προγάμιος 2. φρ. «πρόγαμος δωρεά» (παλαιότερα) η προγαμιαία δωρεά αρχ. 1. μνηστευμένος, αρραβωνιασμένος 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Πρόγαμοι (ως τίτλος έργου τού Μενάνδρου) οι μελλόνυμφοι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”