- προγάμιος
- -α, -ο / προγάμιος, -ον, ΝΜ [πρόγαμος]προγαμιαίοςαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προγάμια(ενν. ἱερά) θρησκευτικές τελετές με θυσίες που τελούνταν πριν από τον γάμο και ήταν αφιερωμένες στους θεούς προστάτες τού γάμου και κατά τις οποίες η νύφη έκοβε και προσέφερε ως απαρχή πλοκάμους τών μαλλιών της, αλλ. προτέλεια*.
Dictionary of Greek. 2013.